- φωτοτυπικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία («φωτοτυπικό μηχάνημα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοτυπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Σπ. Π. Λάμπρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοτυπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία (βλ. λ.): Φωτοτυπικό μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)